προσκρουστικῶς

προσκρουστικῶς
προσκρουστικός
offensive
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσκρουστικός — ή, όν, Α [προσκρούω] 1. προσβλητικός 2. αυτός που προξενεί δυσαρέσκεια 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσκρουστικόν η ιδιότητα τού προσβλητικού. επίρρ... προσκρουστικῶς Α κατά τρόπο προσκρουστικό, προσβλητικώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”